- κῶπαι
- κώπηhandlefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κῶπαι — Κώπαι fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώπαι — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, η οποία μνημονεύεται στον Όμηρο. Περιλαμβάνεται στις πόλεις οι οποίες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο στη βόρεια όχθη της μεγάλης βοιωτικής λίμνης Κωπαΐδας. Φαίνεται ότι η πόλη… … Dictionary of Greek
κώπαι — κώπᾱͅ , κώπη handle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωπέων — Κώπαι fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωπῶν — Κώπαι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώπαις — Κώπαι fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώπαισι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώπῃσι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώπῃσιν — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (σε γλωσσάριο) «μεθ οὗ δεσμοῡνται αἱ κῶπαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. στρω τήρ)] … Dictionary of Greek